- αλέγρος
- -α, -ο(λ. ιταλ.), εύθυμος, ζωηρός: Τον ξέρω χρόνια· είναι άνθρωπος αλέγρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλέγρος — α, ο 1. εύθυμος, πρόσχαρος, ζωηρός 2. δραστήριος, ευκίνητος, σβέλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. λ. allegro «εύθυμος, γρήγορος». ΠΑΡ. νεοελλ. αλεγράδα, αλεγράρω, αλεγρία, αλεγροσύνη] … Dictionary of Greek
αλεγράρω — [αλέγρος] 1. προκαλώ ευθυμία, δίνω χαρά, φαιδρύνω 2. κάνω κέφι, γίνομαι εύθυμος, ευθυμώ … Dictionary of Greek
αλεγράδα — η [αλέγρος] η αλεγρία … Dictionary of Greek
αλεγρία — η [αλέγρος] 1. ευθυμία, ζωηρότητα, φαιδρότητα, κέφι 2. ευκινησία, σβελτάδα … Dictionary of Greek
αλεγροσύνη — η [αλέγρος] η αλεγρία … Dictionary of Greek